αποσκεπάζω

αποσκεπάζω
μετ. покрывать, не выдавать (кого-л.); замалчивать (что-л.); замять (дело)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποσκεπάζω" в других словарях:

  • αποσκεπάζω — (Μ ἀποσκεπάζω) 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω 4. σκεπάζω εντελώς νεοελλ. αποσιωπώ, συγκαλύπτω μσν. ( ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • αποσκεπάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, σκεπάζω καλά, συγκαλύπτω: Κοιτάζουν τώρα ν’ αποσκεπάσουν τις πομπές τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»